Άρθρο του Υπουργού Επικρατείας κ. Στέφανου Μανίκα
Στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»
6 Απριλίου2003
Ο πόλεμος στο Ιράκ, επιβεβαίωσε με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο, τη στρατηγική, της «αυτοκρατορικής αντίληψης των ΗΠΑ». Με την άρνηση της συμφωνίας του Κιότο την μη αποδοχή του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου την ακύρωση της συμφωνίας για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους έως την επιδεικτική άγνοια του ΟΗΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες οικοδόμησαν, βήμα με βήμα, μια στρατηγική επιβολής των μακροπρόθεσμων συμφερόντων διατήρησης του ηγεμονικού της ρόλου στον κόσμο. Η προσπάθεια ανάδειξης του «δικαίου των ΗΠΑ» ως υπέρτερου του Διεθνούς Δικαίου και η κατοχύρωση τους ως του «μοναδικού δικαίου», ανοίγει μια νέα σελίδα στα παγκόσμια χρονικά.
Απέναντι σ’ αυτή τη «μοναδική και μονοδιάστατη» πολιτική αντίληψη των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύεται ως ελπίδα αλλά και εναλλακτική δύναμη για μια δίκαιη και δημοκρατική προοπτική εξέλιξης της παγκόσμιας κοινότητας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσβλέπουν και οι πέραν των Ευρωπαίων πολίτες. Ακόμα και σήμερα, που οι διαφωνίες, περί τον πόλεμο και η αδυναμία της Ε.Ε. να ενεργοποιήσει μια δυναμική εξωτερική πολιτική, η Ευρώπη κρατάει αναμμένο το κερί της ελπίδας.
Ο πόλεμος του Ιράκ, παράγει μια διπλή κρίση. Κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ–Ε.Ε. Κρίση στο εσωτερικό της Ε.Ε., σχετικά με το ρόλο και την προοπτική της στο διεθνές στερέωμα. Η επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεων Ε.Ε. – ΗΠΑ είναι χρήσιμη και επιβεβλημένη. Άλλωστε, με την φορά των πραγμάτων ουδείς μπορεί να την αποφύγει. Γιατί ουδείς μπορεί να παριστάνει τον ανυποψίαστο.
Η αναγκαιότητα για την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας της Ευρώπης, δεν συνιστά μια νέα διαπίστωση. Το θέμα έχει τεθεί προ πολλού. Η εξέλιξη της όμως, χαρακτηρίζεται από βραδύτητα και κωλυσιεργίες που σχετίζονται με τις υπαρκτές και αναντίρρητες διαφωνίες στο εσωτερικό της Ε.Ε.
Μετά τους επιτυχείς χειρισμούς της Ελληνικής Προεδρίας, η διασπασμένη Ευρώπη, ξεπέρασε τα αδιέξοδα της με την συμφωνία για συμπόρευση και συνεργασία. Το ατελές βήμα, δεν μπορεί να υποσκάπτει το σημαντικό συμπέρασμα της Ε.Ε για την από κοινού διερεύνηση της συνεργασίας σχετικά με τον τομέα της έρευνας, την ανάπτυξη και την προμήθεια συστημάτων άμυνας. Η Ελλάδα, πολύ καιρό τώρα υποστηρίζει την σκοπιμότητα όχι μόνο της Ευρωπαϊκής ασφάλειας αλλά και της Ευρωπαϊκής άμυνας. Αναμφίβολα, χωρίς δύναμη αποτροπής κάθε εξωτερική πολιτική, στον κρίσιμο χρόνο, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική. Για τούτο λοιπόν, η πρόσφατη πρωτοβουλία Γαλλίας, Γερμανίας, Βελγίου είναι ιδιαιτέρως σημαντική και εξαιρετικά χρήσιμη. Δηλώνει, μια ανατέλλουσα χειραφέτηση αλλά και τη διάθεση για ένα νέο ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Είναι πρόωρο να εκτιμηθεί η κατάληξη της πρωτοβουλίας. Είναι όμως εξόχως σημαντικό να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η προοπτική της.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι, στο πολιτικό επίπεδο η πρωτοβουλία απαιτείται να ενισχυθεί με κοινές απόψεις για το μέλλον της Ευρώπης και της θεσμικής αρχιτεκτονικής της. Ταυτόχρονα, απαιτείται η ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των Ευρωπαϊκών κρατών, όλων των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Των νυν και των μελλοντικών.
Η δυσκολία του εγχειρήματος είναι προφανής. Πλέον προφανής εμφανίζεται η θελκτικότητα του. Ο αυτόνομος ρόλος της Ευρώπης, διασφαλίζει την πολυπολικότητα και την δικαιοσύνη στα παγκόσμια πράγματα.
Η ανάγκη ισχυρών πολιτικών αποφάσεων είναι προ των πυλών. Η πολιτική ασφάλειας και άμυνας προϋποθέτει έρευνα, κοινή παραγωγή και κοινή προμήθεια τεχνολογικών και οπλικών συστημάτων. Τούτο συνεπάγεται την απόφαση χρηματοδότηση τους. Με άλλα λόγια η Ευρώπη οφείλει να εγκαταλείψει την βολική – για δεκαετίες – ιδέα, της εναπόθεσης της άμυνας της στις ΗΠΑ. Κι εδώ εντοπίζεται η μεγάλη δυσκολία. Η μεγάλη πρόκληση για την Ευρώπη. Η ικανότητα για ένα αυτόνομο και δυναμικό διεθνή ρόλο της Ε.Ε. θα κριθεί από την ικανότητα της να συγκεράσει την ενιαία πολιτική της προοπτική, με το σεβασμό της λογικής του Έθνους που σήμερα δεσποτικά φαίνεται να κυριαρχεί.